- τειχίζω
- μετ. окружать, обносить крепостной стеной
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τειχίζω — build a wall pres subj act 1st sg τειχίζω build a wall pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχίζω — τειχίζω, τείχισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τειχίζω — ΝΜΑ [τεῑχος] 1. κτίζω τείχος, υψώνω τείχος (α. «τειχίζει μακρὰ τείχη», Θουκ. β. «καὶ τοῑσι τειχίζουσι παραδιακόνει», Αριστοφ.) 2. περικλείω με τείχος, περιτειχίζω, οχυρώνω (α. «τειχίζω πόλη» β. «τὴν πόλιν ἐτείχισαν», Θουκ. γ. «τὰ στρατόπεδα καὶ… … Dictionary of Greek
τειχίζω — τείχισα, τειχίστηκα, τειχισμένος, χτίζω ολόγυρα τείχος, οχυρώνω με τείχος: Η Αθήνα ήταν τειχισμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τειχίζετε — τειχίζω build a wall pres imperat act 2nd pl τειχίζω build a wall pres ind act 2nd pl τειχίζω build a wall imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχίζῃ — τειχίζω build a wall pres subj mp 2nd sg τειχίζω build a wall pres ind mp 2nd sg τειχίζω build a wall pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχίσω — τειχίζω build a wall aor subj act 1st sg τειχίζω build a wall fut ind act 1st sg τειχίζω build a wall aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετειχισμένα — τειχίζω build a wall perf part mp neut nom/voc/acc pl τετειχισμένᾱ , τειχίζω build a wall perf part mp fem nom/voc/acc dual τετειχισμένᾱ , τειχίζω build a wall perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετείχισθε — τειχίζω build a wall perf imperat mp 2nd pl τειχίζω build a wall perf ind mp 2nd pl τειχίζω build a wall plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχιεῖ — τειχίζω build a wall fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) τειχίζω build a wall fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχιζομένων — τειχίζω build a wall pres part mp fem gen pl τειχίζω build a wall pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)